Όσο να εκτιμήσουμε τη ματαιότητα
όσο να εκποιήσουμε την τρυφερότητα
μας πήραν σβάρνα τα χρόνια...
Όσο να εκτιμήσουμε τη ματαιότητα
όσο να εκποιήσουμε την τρυφερότητα
μας πήραν σβάρνα τα χρόνια...
** Υπάρχουμε ως ανοιχτές πληγές κόντρα στα καλά λόγια
τα καλά παιδιά και τα καλά λάδια
υπάρχουμε ως υπογραφές κόκινες κατακόκινες της φωτιάς
σ'απίθανα σημεία της νύχτας.
Δεν αφήνουμε απλώς τραγούδια πίσω μας στο μέλλον αλλά τα κομμάτια μας
και κάπου μακριά ακόμα άρχισαν να κατασκευάζονται τα νέα μουσικά όργανα...
Θωμάς Γκόρπας (και τα δύο)
Όταν γράφεις για κάποιον που φεύγει, στην πραγματικότητα γράφεις για σένα τον ίδιο. Εσύ είσαι αυτό που μένει πίσω του. Είτε υπήρξες κομμάτι του είτε ήσουν παντελώς άγνωστος για εκείνον· αρκεί που υπήρξε εκείνος κομμάτι σου, που φρόντισε κάτι εντός σου. Και τότε δεν μιλάς παρά για ένα κομμάτι σου που αποσχίστηκε βιαίως, που ξεριζώθηκε -ανάλογα και τη θέση που βρισκόταν. Δεν ξέρεις καλά ποιος είναι ο άλλος, ξέρεις όμως πόσο κομμάτι σου υπήρξε. Τις προάλλες ασπούμε έφυγε ο συγγραφέας Κωστής Παπαγιώργης, διάβασα αρκετούς επικήδειους. Κάθε πένα θρηνούσε τον Παπαγιώργη που της αφαιρέθηκε. Προχωράμε λοιπόν με έναν Παπαγιώργη λιγότερο ο καθένας. Φεύγουν κομμάτια μας, πέφτουν στο δρόμο, άλλα συνθλίβονται, άλλα βαλσαμώνονται· δεν επιζούν -τροχαία ατυχήματα. Μικραίνουμε αντί να μεγαλώνουμε. Κάπως όμως προχωράμε, νέα μουσικά όργανα κατασκευάζονται και τέτοια.
Την προηγούμενη βδομάδα έφυγε ο Λεωνίδας Παπαγεωργίου -ο Λεωνίδας που είχε το Τριανόν. Λάθος. Ο Λεωνίδας δεν είχε το Τριανόν. Ήταν το Τριανόν. Μια μικρή χώρα, μια πατρίδα μέσα στην πόλη, ένα καταφύγιο που'χε μαζέψει εκεί όλη την Αθήνα· εκείνη που θα μπορούσε να είναι πόλη, όχι άθροισμα κατοίκων και τσιμεντοκατασκευών. Χιλιόμετρα φιλμ έτρεξαν μπροστά από το φως της λάμπας, φωτίστηκαν πόθοι και επιθυμίες με μυθικές ατάκες, συναντήσεις και υποσχέσεις, κάθε συνάντηση μέσα και έξω από το πανί συνιστούσε τελετουργία. Να βρεις να παρκάρεις απ'έξω ή κάπου κοντά, να περιμένεις τον αγαπημένο, να βγάζεις εισιτήρια για τον άλλον -ποτέ δεν ήταν τόσο θερμή η έκδοση εισιτηρίων όσο σ'αυτό το ταμείο- να χαζεύεις τις αφίσες, παλιοί πόθοι επιθυμίες υποσχέσεις και αναμνήσεις λεζάντες από μυθικές ατάκες. Κάθε βόλτα στο Τριανόν ήταν μια ταινία· και πριν και μετά. Γιατί εκεί έβλεπες ταινίες. Είχες να πεις κάτι για τη ζωή σου, είχες να τη θυμηθείς. Να περάσει μπροστά από τη λάμπα της μηχανής -ξέρεις στα πόσα χιλιάδες βατ δουλεύει αυτή η λάμπα; ασ'το καλύτερα, μη μάθεις.
Να λάμψει, χωρίς να καεί. Ξέρεις, τα παλιά φιλμ αρπάζανε με τη μία, αυτές οι καρβουνιάρες μηχανές ήτανε φονιάδες. Τα φιλμ μετά έγιναν ντίτζιταλ φορμά, δεν άρπαζε πια κανείς με τη μία, συνηθίσαμε στις εκπτώσεις. Κι όμως. Στην έκπτωση της αγοράς, στην έκπτωση της ζωής, ο Λεωνίδας δεν απάντησε με έκπτωση, αλλά με αύξηση κεφαλαίου. Φιλμικού, ανθρώπινου. Στην κρίση απάντησε με ποιότητα, όχι με διαχείριση· στις κρίσεις, απαντούσε με κρίση, με κριτήριο. Και κόστος, όχι μούρη και αραχτό χάι με χορηγό και στέγη. Μιλάω για κόστος μεγάλο, από αυτά που δεν γνωρίζεις. Να έχεις μπει μέσα χιλιάρικα ολόκληρα και να παίζεις Ταρκόφσκι. Ξέρεις στα πόσα χιλιάδες βατ δουλεύει αυτό το τσαγανό; Ασ'το καλύτερα.
Για να πω την αλήθεια, δεν τον γνώριζα τον Λεωνίδα. Είχαμε γνωριστεί πριν πολλά χρόνια στο γραφείο του, προτείνοντάς του σχέδια. Κι εκείνος άκουγε, με ενδιαφέρον. Όπως εκείνη τη συναυλία που λέγαμε να κάνουμε με τον Αλέξανδρο τον Boy· είχε ενθουσιαστεί με την ιδέα, αλλά ζοριζόταν με τους διανομείς. "Θα μου φωνάζουν άμα τους κόψω προβολή, αλλά αξίζει τον κόπο". Δεν την κάναμε ποτέ αυτή τη συναυλία. Μεσολάβησαν ματαιώσεις της καθημερινότητας. Θυμάμαι επίσης που του'χα δώσει να δει την ταινία μου -το πρώτο σχέδιο ερασιτεχνικό που είχα σκαρώσει ως πτυχιακή εργασία πριν δέκα χρόνια. Όταν πήγα να τον ξαναβρώ λίγες μέρες μετά, την είχε δει. Του άρεσε. Μου είπε "αυτή δεν είναι για εδώ, αλλά για πιο μεγάλη κατάσταση. Ίσως για το Μέγαρο". Νόμισα τότε ότι με αποφεύγει ευγενικά. Ο χρόνος τον δικαίωσε. Δέκα χρόνια μετά η ταινία -στην πιο γκράντε εκδοχή της- έπαιζε στο Μέγαρο. Ενώ της έπρεπε στο Τριανόν· αυτό θα ήταν η δικαίωση. Ούτε αυτό το κάναμε ποτέ. Κι ας τον πήρα φέτος κάποια τηλέφωνα, αλλά χωρίς να το πιστεύω εγώ ο ίδιος θερμά. Σκεφτόμουν τη μιζέρια που'χουν καταδικάσει οι τριγύρω φασιστευμένοι τηn Κοδριγκτώνος και το πόσο θα ζόριζα ίσως τον ήδη ζορισμένο Λεωνίδα, να αγωνιά αν θα βγουν τα εισιτήρια, αν θα αξίζει τον κόπο. Ξέρω ότι αυτός δεν θα ζοριζόταν να το σκεφτεί. Ντοκιμαντέρ ανθρώπου της γειτονιάς θα το έπαιζε. Μην λέμε κι ό,τι θέλουμε τώρα. Πριν κι απ'αυτά, κάτι χρόνια πριν, κατεβαίναμε από την Κέρκυρα με τον Φρανκ για εκπαίδευση, να μάθουμε τεχνικοί προβολής, να στήσουμε την κινηματογραφική λέσχη πάνω, στο πανεπιστήμιο, να παίζουμε φιλμ. Μας είπαν να πάμε στο Τριανόν, εκεί θα μαθαίναμε. Είδα τότε τον Λεωνίδα να λάμπει για λίγο, σα να χαιρόταν που κι άλλη φουρνιά θα έβγαινε μέσα από τα κάρβουνα του μικρού ναού της Κοδριγκτώνος. Μας φιλοξένησε στο καμαράκι προβολής για μια βδομάδα, μοντάραμε φιλμ, κουμαντάραμε χιλιόμετρα εικόνων, μάθανε τα δάχτυλα μας στα δύσκολα αγγίγματα -προσοχή στο κάντρο, τα μάτια σας πάντα στο κάντρο, μας έλεγε συνέχεια ο Δημήτρης ο προβολατζής, άλλος πρόσκοπος κι αυτός. Να πάμε στο Τριανόν για να μάθουμε. Αυτό το κάναμε, δεν έμεινε σχέδιο. Τη θυμάμαι την εβδομάδα εκείνη, είχε αφιέρωμα στο τούρκικο σινεμά -γλώσσα κατανοητή, αυτή του σινεμά. Χιλιόμετρα φιλμ και πόθων και συναντήσεων· μαθαίναμε. Το σινεμά και την Αθήνα. Ο Λεωνίδας ανάστατος γιατί μία μέρα πριν την πρεμιέρα, χρυσαυγίτες -κάπου δώδεκα δεκατρία χρόνια πριν, λέω- είχαν ρίξει ρουκέτα στο σινεμά, σπάζοντας ένα τζάμι και γράφοντας στις προθήκες προδότες. Ποιοι προδότες ρε. Που να ξέρανε. Ταραγμένος πολύ ο Λεωνίδας, αλλά παλικάρι· στην τσίτα, στο ταμείο, στο μπαρ. Μας βλέπει να ερχόμαστε και μέσα στη φούρια του και μερικά θραύσματα από την επίθεση της προηγούμενης νύχτας, δεν ξεχνάει να μας ρωτήσει. -Όλα καλά παίδες; -Όλα καλά Λεωνίδα, σε ευχαριστούμε πολύ. Δεν σου έδινε ποτέ την εντύπωση ότι ευχαριστιόταν, ούτε ότι είχε πολυτέλεια χρόνου και αισθημάτων. Πάντα ανάστατος, πάντα στο τρέξιμο. Ταμείο, μπαρ, καμαράκι, γραφείο, διπλοβάρδιες στο Ίλιον παραδίπλα. Πάντα εκεί. Δικαιωμένος από την κάθε στιγμή, από το κάθε καρέ· και μιλάμε για χιλιόμετρα. Όλα τα φιλμ επιλεγμένα ένα κι ένα, όλα τα χιλιόμετρα περπατημένα. Οι συναυλίες, οι παραστάσεις, όλα. Ποιος το κάνει αυτό πια. Ποιος το έκανε πάντα. Ποια Αθήνα διάλεγε το κάθε βήμα της, ποια πόλη πέρασε καρέ καρέ μπροστά από τη λάμπα. Ταμείο, μπαρ, καμαράκι. Διαδρομή που δεν θα τη νιώσεις εύκολα, πολλά χιλιάδες βατ.
Μίκρυνε η Αθήνα. Μικραίνει η Αθήνα· η ζωή μας. Το Τριανόν ήταν μια δική μας χώρα. Ο Λεωνίδας ήταν δικός μας άνθρωπος κι ας μην το'ξερε. Μας φρόντισε, μας έμαθε να ξέρουμε τα σημεία του σινεμά, τ'απίθανα σημεία της νύχτας, μιας πόλης που άλλαξε, που ακόμα αλλάζει, που μας αλλάζει. Εκεί πίσω λοιπόν, χάσαμε μια πατρίδα· χάσαμε την τελευταία αίθουσα, τον τελευταίο δρομέα των φιλμικών αποστάσεων -μιλάμε για χιλιόμετρα και χιλιάδες βατ. Τις Θερμοπύλες της Κοδριγκτώνος· που σε καιρούς όχι ηρωικούς, μόνος τις κρατούσε ο Λεωνίδας. Χωρίς τους τριακόσιους. Χωρίς καν εμάς, που μάθαμε σε άλλη πόλη. Κάπου εκεί πίσω πρέπει να ξαναβρούμε τις μικρές μας χώρες, να περπατήσουμε ξανά τα χιλιόμετρα, να περαπατάμε πάντα σε χιλιόμετρα, να κουρδίζουμε το βλέμμα μας σε χιλιάδες βατ, να λάμπουμε χωρίς να καιγόμαστε. Να μην ξεχάσουμε ποτέ το σινεμά. Να θυμόμαστε πάντα τον ποιητή, άλλη πατρίδα και δαύτη η φάρα, πως ό,τι δεν αγαπάει το θάνατο: ο κινηματογράφος.
τα στείρα μας εχάσαμε κι ήρθα να τα γυρεύγω
κι έπιασε αντάρα στα βουνά
και καταχνιά στις ρίζες
και περπατώ θλιφτά θλιφτά
και παραπονεμένα